- διϊσχυρίζετο
- нажимал
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
διισχυρίζετο — διῑσχῡρίζετο , διισχυρίζομαι lean upon imperf ind mp 3rd sg διισχυρίζομαι lean upon imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) διισχῡρίζετο , διισχυρίζομαι lean upon imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)